-
1 πινάκιον
A small tablet on which the δικασταί wrote their verdict,π. τιμητικόν Ar.V. 167
, cf. Arist.Pol. 1268a2;εὶς π. γράφειν Pl.Lg. 753c
; also used in drawing lots for offices, D.39.12; π. πύξινον, given to dicasts as badge of office, Arist.Ath.63.4.2 notice-board on which laws, decrees, etc. were written, Ar.Av. 450, Plu.Per.30, etc.;ἐν πινακίῳ λελευκωμένῳ IG22.1237.62
, cf. 12.66.31; also for notices of charges against officials, Arist.Ath.48.4, cf. D.8.28, PHal.1.225 (iii B. C.);ἀναγράψαντες ἐμ π. τὸ μέτρον τοῦ καρποῦ IG12.76.27
.3 tablets, memorandum book, τά τε π. καὶ τὰ γραμματεῖα ib.91.11;π. ὀνειροκριτικόν Plu.Arist.27
.4 votive tablet, IG22.1388.57.II tablet for painting upon, τὰ τῶν ζωγράφων π. Thphr. HP3.9.7, cf. Inscr.Délos 290.100 (p.191, iii B.C.), Luc.Im.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πινάκιον
-
2 χειρουργία
A working by hand, practice of a handicraft or art, skill herein, Ar.Lys. 673, etc.; opp. γνώμη and γνῶσις (theory), Hp. Morb.1.6, Pl.Plt. 259 e; opp. ξύνεσις, Id.Amat. 135b.II ahandicraft or art, Id.Plt. 258d, 277c;τῶν ζωγράφων.. ἡ καλὴ χ. Anaxandr. 33.1
: pl.,περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινάς Pl.Smp. 203a
, cf. Grg. 450b.2 esp. the art or practice of surgery, opp. the administration of medicine, χειρουργίῃ χρῆσθαι perform an operation, Hp.Prog. [23]; the mode of operation,Id.
Art. 33, cf. D.S.5.74, Ph.1.253, Dsc.5.15, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Sor.1.12, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρουργία
-
3 παῖς
παῖς, also [full] παῦς (q. v.), παιδός, ὁ, ἡ, gen. pl. παίδων, [dialect] Dor. παιδῶν Greg.Cor.p.317 S.; dat. pl. παισί, [dialect] Ep.Aπαίδεσσι Od.3.381
, etc.; in early [dialect] Ep. freq. disyll. in nom. [full] πάϊς, e. g. when forming part of two different feet, Il.2.609, 5.704, etc.; prob. also in the fifth foot, 9.57, 11.389; and before bucolic diaeresis, 2.205, al.; also in Lyr., Sapph.38, 85; and in [dialect] Boeot., IG7.690, al. ([place name] Tanagra), cf. πῆς; πάϊ [ᾰῑ] Od.24.192 ( παιδ- is never disyll. in oblique cases in Hom.); acc.πάϊν A.
R.4.697, AP3.8 (Inscr. Cyzic.), 9.125; gen. παϊδός Epigr. ap. Luc.Symp.41; dat. παϊδί prob. in Anacr.17:I in relation to Descent, child, whether son, Il. 2.205, 609, al. (with special reference to the father, opp. τέκνον, q.v.): pl., Th.1.4, etc.; or daughter, Il.1.20, 443, 3.175;παῖδες ἄρρενες καὶ θήλειαι Pl.Lg. 788a
; παῖς, opp. κόρα, Berl.Sitzb.1927.7 ([dialect] Locr., v. B.C.); of an adopted son,ἀλλά σε παῖδα ποιεύμην Il.9.494
;παίδων παῖδες, τοί κεν μετόπισθε γένωνται 20.308
, cf. Pi.N.7.100, Inscr.Cypr.135.11 H., etc.;Ἀγήνορος παῖδες ἐκ παίδων E.Ph. 281
; freq. in orators of legal issue, Isoc.19.9, Is.7.31, etc.; of animals, A.Ag.50 (anap.).2 metaph., ἀμπέλου π., of wine, Pi.N.9.52;χορῶν ἐραστὴς κισσὸς ἐνιαυτοῦ δὲ παῖς Chaerem.5
; ὀρείας πέτρας π., of Echo, E.Hec. 1110; ὅρκου π. ἀνώνυμος, of the penalty of perjury, Orac. ap. Hdt.6.86.γ; ἄναυδοι π. τᾶς ἀμιάντου, of fishes, A.Pers. 578 (lyr.).3 periphr., οἱ Λυδῶν παῖδες sons of the Lydians, i. e. the Lydians, Hdt.1.27, cf. 5.49;π. Ἑλλήνων A.Pers. 402
; οἱ [Ἀσκληπιοῦ] π., i. e. physicians, Pl.R. 407e; οἱ ζωγράφων π. painters, Id.Lg. 769b; παῖδες ῥητόρων orators, Luc. Anach.19; π. ἰατρῶν, π. πλαστῶν καὶ γραφέων, Id.Dips.5, Im.9; cf.υἱός 2
.II in relation to Age, child, boy or girl,νέος π. Od.4.665
;παῖδες νεαροί Il.2.289
;σμίκρα π. Sapph.34
: with another Subst., π. συφορβός boy-swineherd, Il.21.282;παῖδα κόρην γαμεῖν Ar.Lys. 595
;ἐν παισὶ νέοισι π. Pi.N.3.72
;π. ἔτ' ὤν A.Ch. 755
, cf. Il.11.710;ἔτι π. Pl.Prt. 310e
; παιδὸς μηδὲν βελτίων ib. 342e: distd. from παιδίον, μειράκιον, Hp.Hebd.5, cf. X.Smp.4.17, Cyr.8.7.6, 1.2.4; ἐκ παιδός from a child, Pl.R. 374c;ἐκ παιδὸς εἰς γῆρας Aeschin.1.180
;ἐκ τῶν παίδων εὐθύς Pl.Lg. 694d
, cf. R. 386a;ἀκούων τῶν παίδων εὐθύς Id.Lg. 642b
;εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθών D.21.154
; ἡλικίαν ἔχειν τὴν ἄρτι ἐκ π. to be just out of one's childhood, X.HG5.4.25;ἐκ μικρῶν π. Arist.Pol. 1336a14
; [Ἡρακλῆς] ἐν παισὶν ὄφεις ἀπέκτεινεν D.C.56.36
; ἐν παισὶ (v.l. παιδὶ)ποιμαίνων Hdn.6.8.1
; χορηγεῖν παισί (cf.χορηγέω 11
): prov.,τοῦτο κἂν π. γνοίη Pl.Euthd. 279d
;δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί Id.Smp. 204b
;παῖδας [τοὺς πρὸ αὐτοῦ] ἀπέφηνε Luc.Peregr.11
, cf. Alex.4; ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν π., of the superstitious fears of a child, Pl. Phd. 77e, cf. Porph.Abst.1.41.
См. также в других словарях:
ουνία ή κογχύλι των ζωγράφων — (unio pictorum). Ακέφαλο μαλάκιο της οικογένειας των ουνιονιδών, της τάξης των ευελασματοβράγχιων. Η παράξενη κοινή ονομασία της οφείλεται στο ότι για πολύ καιρό οι ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν το κέλυφός της σαν πιατάκι για την ανάμειξη των χρωμάτων … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Μαζάτσιο — (Masaccio, Σαν Τζοβάνι Βαλντάρνο, Αρέτσο 1401 – Ρώμη 1428). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι σερ Τζοβάνι Γκουίντι ή Κασάι (Tommaso di ser Giovanni Guidi ή Cassai). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για την απλή, φτωχική και… … Dictionary of Greek
συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… … Dictionary of Greek
κηλιδογράφοι — (ιταλ. macchiaioli). Το σημαντικότερο ιταλικό ζωγραφικό κίνημα του 19ου αι. Η ονομασία αυτή, αρχικά ειρωνική, οφείλεται σε ορισμένα τοπία που παρουσίασαν οι καλλιτέχνες (1862) και τα αποκαλούσαν κηλίδες, επειδή ήταν ζωγραφισμένα χωρίς προηγούμενη … Dictionary of Greek